- μεταχαρακτηρίζω
- μεταχᾰρακτηρ-ίζω,A change the orthography, Sch.A Il.14.241.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταχαρακτηρίζω — (Α) 1. μεταβάλλω τον χαρακτήρα 2. μεταβάλλω την ορθογραφία … Dictionary of Greek
μεταχαρακτηρισάντων — μεταχαρακτηρίζω change the orthography aor part act masc/neut gen pl μεταχαρακτηρίζω change the orthography aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταχαρακτηρισμός — μεταχαρακτηρισμός, ὁ (Α) [μεταχαρακτηρίζω] μεταβολή τής μορφής ή τού τύπου … Dictionary of Greek